- Κρατεροῖο
- Κρατερόςstrongmasc gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατεροῖο — κρατερός strong masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHIMAERA — I. CHIMAERA mcns Lyciae ignivomus, in cuius cacumine leones habitant: in medio autem, ubi pacuis abundat, caprae; in radicibus autem serpentes. Hinc factus fabulae locus, Chimaeram monstrum esse, quod flammas evomat, caput et pectus leonis habens … Hofmann J. Lexicon universale
TYPHON — Gigas, de quo sic seribit Homer. Hymm. in Apoll. v. 300. s. Iunonem aegre ferentem, quod Iuppiter sine se ex capite Minervam peperisset, Caelum ac Terram precatam fuisle, omnesque Deos superos et inferos, ut posset et ipsa sine maris congressu… … Hofmann J. Lexicon universale
επιδευής — ἐπιδευής, ές (Α) [επιδεύομαι] 1. αυτός που στερείται κάτι («βιότου ἐπιδευής», Ησίοδ.) 2. φτωχός 3. ελλιπής («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», Ομ. Ιλ.) 4. αδύνατος, αδύναμος («οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’… … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek
ξύλοχος — ξύλοχος, ἡ (ΑΜ) 1. τόπος γεμάτος δένδρα 2. λόχμη, πυκνό δάσος, ιδίως ως κατοικία άγριων ζώων («ἐν ξυλόχῳ... κρατεροῑο λέοντος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. έχει προέλθει από αμάρτυρο *ξυλόλοχος με απλολογία (< ξύλον + λόχος*), δηλ. «φωλιά που … Dictionary of Greek